κρυφοκοιτάζω

κρυφοκοιτάζω
κοιτάζω κρυφά, χωρίς να γίνομαι αντιληπτός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κρυφοκοιτάζω — κρυφοκοίταξα, κρυφοκοιτάχτηκα, κρυφοκοιταγμένος, κοιτάζω κρυφά, κρυφοβλέπω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρυφοβλέπω — κρυφοκοιτάζω, παρατηρώ κρυφά …   Dictionary of Greek

  • κρυφ(ο)- — (AM κρυφ[ο] ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που σημαίνουν ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό γίνεται κρυφά, συγκεκαλυμμένα, με τρόπο ώστε να μην γίνει αντιληπτό (πρβλ. κρυφο γελώ, κρυφο λαλιά). Προέρχεται από το επίθετο… …   Dictionary of Greek

  • κρυφοκοίταγμα — και κρυφοκοίταμα και κρυφοκοίτασμα, το [κρυφοκοιτάζω] κοίταγμα κρυφό, που δεν γίνεται αντιληπτό από τους άλλους …   Dictionary of Greek

  • κρυφοτηρώ — και άω βλέπω κρυφά, κρυφοβλέπω, κρυφοκοιτάζω …   Dictionary of Greek

  • υποβλέπω — ὑποβλέπω ΝΜΑ λοξοκοιτάζω, βλέπω κάποιον με υποψία ή με δυσπιστία και φθόνο (α. «συνεχώς μέ υποβλέπει» β. «οἱ στρατιῶται ὑπέβλεπον αὐτὸν ὡς καταφρονοῡντα σφῶν», Πλάτ.) νεοελλ. εποφθαλμιώ κάτι, επιδιώκω να αποκτήσω κάτι (α. «υποβλέπει την περιουσία …   Dictionary of Greek

  • κρυφοτηρώ — και κρυφοτηράω βλέπω κρυφά, κρυφοκοιτάζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπανίζω — μπάνισα 1. κρυφοκοιτάζω κάτι με πόθο: Μπάνιζε τη γειτόνισσα του απέναντι διαμερίσματος. 2. διακρίνω, βλέπω από μακριά: Τον μπάνισανα κλέβει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”